ἰσθμιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isthmiazo
|Transliteration C=isthmiazo
|Beta Code=i)sqmia/zw
|Beta Code=i)sqmia/zw
|Definition=[[attend the Isthmian games; ]]''[[proverb|prov.]]'', to be unhealthy</b>, Suid., Hsch.<br><b class="num"></b>([[ἰσθμός]] 1) [[drink]], Phot.
|Definition=[[attend]] the [[Isthmian]] [[game]]s; ''[[proverb|prov.]]'', to [[be unhealthy]], Suid., Hsch.<br><b class="num"></b>([[ἰσθμός]] 1) [[drink]], Phot.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:10, 13 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσθμιάζω Medium diacritics: ἰσθμιάζω Low diacritics: ισθμιάζω Capitals: ΙΣΘΜΙΑΖΩ
Transliteration A: isthmiázō Transliteration B: isthmiazō Transliteration C: isthmiazo Beta Code: i)sqmia/zw

English (LSJ)

attend the Isthmian games; prov., to be unhealthy, Suid., Hsch.
(ἰσθμός 1) drink, Phot.

German (Pape)

[Seite 1263] eigtl. die isthmischen Spiele feiern, übertr., weil ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρὸς ἐπίνοσος war, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων, VLL.; aber bei Phot. auch καταπίνεται erkl., von ἰσθμός, also durch die Gurgel jagen.

Greek Monolingual

ἰσθμιάζω (Α)
1. παρακολουθώ τους Ισθμικούς αγώνες
2. πίνω, καταπίνω («ἰσθμιάζει
καταπίνεται
ἰσθμὸς γὰρ ὁ τράχηλος», Φώτ.)
3. (κατά το λεξικό Σούδα και τον Ησύχ.) «ἱσθμιάζειν, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων
ἐπίνοσος γὰρ ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρός» — χρησιμοποιούσαν δηλ. το ρ. παροιμιωδώς με τη σημασία του είμαι άρρωστος, ασθενώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴσθμια. Η λ. απαντά μόνο στον Ησύχιο και στο λεξικό Σούδα. Το ρ. με τη σημ. με την οποία απαντά στον Φώτιο προέρχεται από το ουσ. ἰσθμός με σημ. «λαιμός»].