φέκλη: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ, και [[σφέκλη]] και [[φαίκλα]] Α<br />το [[κατακάθι]] του κρασιού και, [[κυρίως]], η καμμένη [[τρύγα]] («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῖοι φέκλην | |mltxt=ἡ, ΜΑ, και [[σφέκλη]] και [[φαίκλα]] Α<br />το [[κατακάθι]] του κρασιού και, [[κυρίως]], η καμμένη [[τρύγα]] («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>faecula</i> «[[τρύγα]], [[μούστος]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 28 March 2021
English (LSJ)
ἡ, = Lat. A faecula, Ruf.Fr.115, Critoap.Gal.12.490; cf. σφέκλη, φαίκλα.
German (Pape)
[Seite 1260] ἡ, gebrannter Weinstein, Weinsteinsalz, faecula, faex vini, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φέκλη: ἡ, τρυγία οἴνου, Λατ. faecula, faex vini usta, τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν οἱ Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σελ. 355· φέρεται σφέκλη ἐν Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 137, Ἀλέξ. Τραλλ. 11, κλπ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ, και σφέκλη και φαίκλα Α
το κατακάθι του κρασιού και, κυρίως, η καμμένη τρύγα («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faecula «τρύγα, μούστος»].