προανέχω: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
m (Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προανέχω''': μέλλ. -έξω, [[ἀνέχω]] πρό τινος, κρατῶ ὑψηλὰ ἔμπροσθέν τινος, κερατοειδεῖς προανέχων γωνίας, ἔχων προεξεχούσας γωνίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι [[ὑπεράνω]] τινός, [[ἐξέχω]] πρὸς τὰ ἄνω ὑπέρ τι, διάφορ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 34· | |lstext='''προανέχω''': μέλλ. -έξω, [[ἀνέχω]] πρό τινος, κρατῶ ὑψηλὰ ἔμπροσθέν τινος, κερατοειδεῖς προανέχων γωνίας, ἔχων προεξεχούσας γωνίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι [[ὑπεράνω]] τινός, [[ἐξέχω]] πρὸς τὰ ἄνω ὑπέρ τι, διάφορ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 34· μετὰ γεν., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4. 4, κτλ.· μεταφορ., πρ. ἔν τινι, ἐξέχειν ἔν τινι, Κλήμ. Ἀλεξ. 345. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:05, 20 April 2021
English (LSJ)
A hold up before, βωμὸς π. γωνίας has projecting angles, J.BJ5.5.6. II intr., rise up above or jut out beyond, Th.7.34: c. gen., J.BJ5.4.4, etc.
German (Pape)
[Seite 707] (s. ἔχω), vorher in die Höhe halten, Suid.; – intrans., hervorragen, Clem. Al. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προανέχω: μέλλ. -έξω, ἀνέχω πρό τινος, κρατῶ ὑψηλὰ ἔμπροσθέν τινος, κερατοειδεῖς προανέχων γωνίας, ἔχων προεξεχούσας γωνίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι ὑπεράνω τινός, ἐξέχω πρὸς τὰ ἄνω ὑπέρ τι, διάφορ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 34· μετὰ γεν., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4. 4, κτλ.· μεταφορ., πρ. ἔν τινι, ἐξέχειν ἔν τινι, Κλήμ. Ἀλεξ. 345.
Greek Monolingual
Α
1. κρατώ κάτι ψηλά μπροστά σε κάποιον ή κρατώ κάτι ψηλά εκ των προτέρων
2. εξέχω από κάτω προς τα πάνω («τὸ τεῑχος... τοῦ λόφου καθάπερ κορυφή τις ὑψηλότερα προανεῖχεν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνέχω «κρατώ ψηλά»].
Russian (Dvoretsky)
προᾰνέχω: v. l. ἀνέχω выдаваться вперед: ἐπὶ ταῖς προανεχούσαις ἄκραις Thuc. на выступающих вперед оконечностях (залива).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ανέχω, intrans. ervoor en erboven uitsteken:. ἐπὶ ταῖς προανεχούσαις ἄκραις op de punten (van de landtong) die naar voren boven hen uitstaken Thuc. 7.34.2.