ομαλής: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμαλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για το [[έδαφος]]) [[επίπεδος]], [[ομαλός]] («ἀνελθόντι [[ὁμαλής]] ἐστιν ὁ [[λόφος]] καὶ [[ἐπίπεδος]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τους νεφρούς) [[γλιστερός]]<br /><b>3.</b> (για [[φύλλωμα]]) [[λείος]]<br /><b>4.</b> (για [[κίνηση]]) [[ισοταχής]]<br /><b>5.</b> (για συνθήκες ζωής) μη [[υπερβολικός]], [[μέτριος]], [[μετρημένος]]<br /><b>6.</b> (για [[περιουσία]]) [[ίσος]] («καὶ ζῆν μετ' [[ἀλλήλων]] ἅπαντας | |mltxt=[[ὁμαλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για το [[έδαφος]]) [[επίπεδος]], [[ομαλός]] («ἀνελθόντι [[ὁμαλής]] ἐστιν ὁ [[λόφος]] καὶ [[ἐπίπεδος]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τους νεφρούς) [[γλιστερός]]<br /><b>3.</b> (για [[φύλλωμα]]) [[λείος]]<br /><b>4.</b> (για [[κίνηση]]) [[ισοταχής]]<br /><b>5.</b> (για συνθήκες ζωής) μη [[υπερβολικός]], [[μέτριος]], [[μετρημένος]]<br /><b>6.</b> (για [[περιουσία]]) [[ίσος]] («καὶ ζῆν μετ' [[ἀλλήλων]] ἅπαντας ὁμαλεῖς καὶ ίσοκλήρους τοῖς βίοις γενομένους», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμαλός]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ής</i>, -<i>ές</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 13 October 2022
Greek Monolingual
ὁμαλής, -ές (Α)
1. (για το έδαφος) επίπεδος, ομαλός («ἀνελθόντι ὁμαλής ἐστιν ὁ λόφος καὶ ἐπίπεδος», Παυσ.)
2. (για τους νεφρούς) γλιστερός
3. (για φύλλωμα) λείος
4. (για κίνηση) ισοταχής
5. (για συνθήκες ζωής) μη υπερβολικός, μέτριος, μετρημένος
6. (για περιουσία) ίσος («καὶ ζῆν μετ' ἀλλήλων ἅπαντας ὁμαλεῖς καὶ ίσοκλήρους τοῖς βίοις γενομένους», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός, κατά τα επίθ. σε -ής, -ές].