οπωρώνης: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπωρώνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]] και [[πωλητής]] φρούτων («σῡκα καὶ [[βότρυς]] καὶ ἐλαίας συλλέγων [[ὥσπερ]] [[ὀπωρώνης]] ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῖς | |mltxt=[[ὀπωρώνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]] και [[πωλητής]] φρούτων («σῡκα καὶ [[βότρυς]] καὶ ἐλαίας συλλέγων [[ὥσπερ]] [[ὀπωρώνης]] ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῖς σοῖς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν<br />μετ' ὀλίγον ἔσται [[γεράνδρυον]]», Αρισταίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τελ</i>-<i>ώνης</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 18 June 2022
Greek Monolingual
ὀπωρώνης, ὁ (Α)
1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.)
2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῖς σοῖς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν
μετ' ὀλίγον ἔσται γεράνδρυον», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ-ώνης].