προσυπακούω: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ακούω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]] («[[κάλλιστα]]... ὑπήκουσας τοῖς λόγοις<br />[[τόδε]] δὲ προσυπάκουσον ἔτι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατανοώ]] [[κάτι]] που δεν εκφράζεται [[σαφώς]], που υπονοείται («εἰς διάφορα προσυπακούεται το, Σὸς [[εἰμί]]<br />σὸς γὰρ εἰμι δοῡλος», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> [[ανταποκρίνομαι]] σε κάποιον («[[θεός]], ᾧ τὸ καινὸν [[ᾆσμα]] μέλπωμεν προσυπακούοντες τῷ | |mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ακούω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]] («[[κάλλιστα]]... ὑπήκουσας τοῖς λόγοις<br />[[τόδε]] δὲ προσυπάκουσον ἔτι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατανοώ]] [[κάτι]] που δεν εκφράζεται [[σαφώς]], που υπονοείται («εἰς διάφορα προσυπακούεται το, Σὸς [[εἰμί]]<br />σὸς γὰρ εἰμι δοῡλος», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> [[ανταποκρίνομαι]] σε κάποιον («[[θεός]], ᾧ τὸ καινὸν [[ᾆσμα]] μέλπωμεν προσυπακούοντες τῷ ποιοῦν | ||
τι θαυμάσια», Ευσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὑπακούω]] «[[ακούω]] με [[προσοχή]], [[κατανοώ]] [[λέξη]] που υπονοείται, [[ανταποκρίνομαι]]»]. | |||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:20, 27 March 2021
English (LSJ)
A listen to as well, τι Pl.Lg.898d. II Gramm., understand something not expressed, supply in thought, Gal.16.740, Alex.Aphr.in Sens. 105.13, Hierocl.in CA3p.423M.:—Pass., Phld.Po.5.10 (dub.), Ph. 1.443, Sch.Luc.Anach.17.
German (Pape)
[Seite 785] (s. ἀκούω), dazu vernehmen, verstehen, τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι, Plat. Legg. X, 898 d; in Gedanken hinzusetzen, subaudire, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
προσυπᾰκούω: ἐννοῶ τι μὴ ῥητῶς λεγόμενον, ἐξυπακούω, νοερῶς ἀκούω, ὑπονοῶ, τι Πλάτ. Νόμ. 898D· - συχν. παρὰ τοῖς γραμμ., ὡς τὸ Λατ. subaudire· οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. προσυπακουστέον, δεῖ προσυπακούειν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 10, κτλ.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. ακούω κάτι επί πλέον («κάλλιστα... ὑπήκουσας τοῖς λόγοις
τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι», Πλάτ.)
2. κατανοώ κάτι που δεν εκφράζεται σαφώς, που υπονοείται («εἰς διάφορα προσυπακούεται το, Σὸς εἰμί
σὸς γὰρ εἰμι δοῡλος», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. ανταποκρίνομαι σε κάποιον («θεός, ᾧ τὸ καινὸν ᾆσμα μέλπωμεν προσυπακούοντες τῷ ποιοῦν
τι θαυμάσια», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ + ὑπακούω «ακούω με προσοχή, κατανοώ λέξη που υπονοείται, ανταποκρίνομαι»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-υπακούω bovendien luisteren naar.
Russian (Dvoretsky)
προσυπᾰκούω: сверх того понимать, иметь еще в виду: ὑπήκουσας τοῖς λόγοις τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι Plat. ты понял (мои) слова; имей же еще в виду следующее.