μηλάτης: Difference between revisions
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μηλάτης]] και μηλότης, ὁ (Α)<br />ο [[ποιμένας]] (α. «μηλόται<br />ποιμένες», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῦνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο. τ. <i>μηλ</i>-<i>ότης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[κοπάδι]], [[αγέλη]] ζώων» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ότης</i> ( | |mltxt=[[μηλάτης]] και μηλότης, ὁ (Α)<br />ο [[ποιμένας]] (α. «μηλόται<br />ποιμένες», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῦνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο. τ. <i>μηλ</i>-<i>ότης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[κοπάδι]], [[αγέλη]] ζώων» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ότης</i> ([[πρβλ]]. <i>ιππ</i>-<i>ότης</i>, <i>τοξ</i>-<i>ότης</i>). Το <i>μηλ</i>-<i>άτης</i> έχει προέλθει πιθ. με [[απλολογία]] από τ. <i>μηλ</i>-<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐλαυνω</i>), [[πρβλ]]. [[βοηλάτης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:14, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A shepherd, Eust.877.50, Zonar.; μηλάταν τὸν ποιμένα Βοιωτοί, and μηλόται· ποιμένες, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μηλάτης: ὁ, ποιμήν, Ζωναρ. 1357, Εὐστ. 877. 50· μηλάταν (ἢ μηλατὰν) τὸν ποιμένα Βοιωτοί, καὶ μηλόται· ποιμένες Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μηλάτης και μηλότης, ὁ (Α)
ο ποιμένας (α. «μηλόται
ποιμένες», Ησύχ.
β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῦνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ-ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. -ότης (πρβλ. ιππ-ότης, τοξ-ότης). Το μηλ-άτης έχει προέλθει πιθ. με απλολογία από τ. μηλ-ηλάτης (< μῆλον (II) + -ηλάτης < ἐλαυνω), πρβλ. βοηλάτης.