καρφολογώ: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α καρφολογῶ, -έω)<br />[[συλλέγω]] [[ξερά]] χόρτα («καρφολογεῖν τὰ δένδρα» — να κόβει [[κάποιος]] τα [[ξερά]] κλαδιά από τα δένδρα, Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφαιρώ]] μικρά τεμάχια αχύρων, [[τρίχες]] ή [[κάτι]] [[άλλο]] τα οποία βρίσκονται στα ρούχα κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρφος]] <span style="color: red;">+</span> <i>λογῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θριαμβο</i>-[[λογώ]], <i>πολιτικο</i>-[[λογώ]]].
|mltxt=(Α καρφολογῶ, -έω)<br />[[συλλέγω]] [[ξερά]] χόρτα («καρφολογεῖν τὰ δένδρα» — να κόβει [[κάποιος]] τα [[ξερά]] κλαδιά από τα δένδρα, Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφαιρώ]] μικρά τεμάχια αχύρων, [[τρίχες]] ή [[κάτι]] [[άλλο]] τα οποία βρίσκονται στα ρούχα κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρφος]] <span style="color: red;">+</span> <i>λογῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. <i>θριαμβο</i>-[[λογώ]], <i>πολιτικο</i>-[[λογώ]]].
}}
}}

Revision as of 13:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

(Α καρφολογῶ, -έω)
συλλέγω ξερά χόρτα («καρφολογεῖν τὰ δένδρα» — να κόβει κάποιος τα ξερά κλαδιά από τα δένδρα, Θεόφρ.)
αρχ.
αφαιρώ μικρά τεμάχια αχύρων, τρίχες ή κάτι άλλο τα οποία βρίσκονται στα ρούχα κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + λογῶ (< -λόγος < λόγος), πρβλ. θριαμβο-λογώ, πολιτικο-λογώ].