νουθετώ: Difference between revisions
From LSJ
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ νουθετῶ, -έω, Μ και νοθετῶ)<br />[[παραινώ]], [[συμβουλεύω]] κάποιον προκειμένου [[ιδίως]] να συνετίσω [[άτομο]] που έχει διαπράξει [[σφάλμα]], [[ορμηνεύω]], [[δασκαλεύω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ελέγχω]] ή [[επιτιμώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[παροτρύνω]], [[παρακινώ]]<br /><b>3.</b> [[παραγγέλλω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προειδοποιώ]], [[υπενθυμίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τιμωρώ]] («[[μήτε]] ἀμυνόμενος τὸ [[παράπαν]] τολμάτω πληγαῑς τὸν | |mltxt=(ΑΜ νουθετῶ, -έω, Μ και νοθετῶ)<br />[[παραινώ]], [[συμβουλεύω]] κάποιον προκειμένου [[ιδίως]] να συνετίσω [[άτομο]] που έχει διαπράξει [[σφάλμα]], [[ορμηνεύω]], [[δασκαλεύω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ελέγχω]] ή [[επιτιμώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[παροτρύνω]], [[παρακινώ]]<br /><b>3.</b> [[παραγγέλλω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προειδοποιώ]], [[υπενθυμίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τιμωρώ]] («[[μήτε]] ἀμυνόμενος τὸ [[παράπαν]] τολμάτω πληγαῑς τὸν τοιοῦτον νουθετεῖν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θετῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>θετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>νομοθετῶ</i>: [[νομοθέτης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 28 March 2021
Greek Monolingual
(ΑΜ νουθετῶ, -έω, Μ και νοθετῶ)
παραινώ, συμβουλεύω κάποιον προκειμένου ιδίως να συνετίσω άτομο που έχει διαπράξει σφάλμα, ορμηνεύω, δασκαλεύω
μσν.
1. ελέγχω ή επιτιμώ κάποιον
2. παροτρύνω, παρακινώ
3. παραγγέλλω
αρχ.
1. προειδοποιώ, υπενθυμίζω
2. μτφ. τιμωρώ («μήτε ἀμυνόμενος τὸ παράπαν τολμάτω πληγαῑς τὸν τοιοῦτον νουθετεῖν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -θετῶ (< -θετής < τίθημι), κατά το σχήμα νομοθετῶ: νομοθέτης.