εποικώ: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐποικῶ, -έω)<br />εγκαθίσταμαι ως [[έποικος]] σε κατοικημένο [[τόπο]] («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εγκαθίσταμαι [[κάπου]] με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῦν | |mltxt=(AM ἐποικῶ, -έω)<br />εγκαθίσταμαι ως [[έποικος]] σε κατοικημένο [[τόπο]] («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εγκαθίσταμαι [[κάπου]] με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῦν | ||
τες | τες ὑμῖν [[αἰεί]] τε ἐπιβουλεύουσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπικοῦμαι</i><br />(για [[χώρα]]) κατέχομαι από εχθρό και [[χρησιμεύω]] ως [[ορμητήριο]] πολεμικών επιχειρήσεων («ἡ [[Δεκέλεια]]... τῇ χώρᾳ ἐπῳκείτο», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έποικος]]<br /><b>βλ.</b> [[εποικίζω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:45, 28 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐποικῶ, -έω)
εγκαθίσταμαι ως έποικος σε κατοικημένο τόπο («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», Ευρ.)
αρχ.
1. εγκαθίσταμαι κάπου με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῦν
τες ὑμῖν αἰεί τε ἐπιβουλεύουσι», Θουκ.)
2. παθ. ἐπικοῦμαι
(για χώρα) κατέχομαι από εχθρό και χρησιμεύω ως ορμητήριο πολεμικών επιχειρήσεων («ἡ Δεκέλεια... τῇ χώρᾳ ἐπῳκείτο», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έποικος
βλ. εποικίζω].