στερεώνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=στερεῶ, -όω, ΝΜΑ<br />και [[στεριώνω]] Ν, και στερρῶ, -όω Α [[στερεός]] / [[στερρός]] / [[στέριος]]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] στερεό, σταθερό (α. «[[στερεώνω]] τον τοίχο» β. «στερεοῦν
|mltxt=στερεῶ, -όω, ΝΜΑ<br />και [[στεριώνω]] Ν, και στερρῶ, -όω Α [[στερεός]] / [[στερρός]] / [[στέριος]]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] στερεό, σταθερό (α. «[[στερεώνω]] τον τοίχο» β. «στερεοῦντοὺς [[πόδας]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> α) [[καθιστώ]] [[κάτι]] ισχυρό, [[ενισχύω]] («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος τὰ σώματα στερεοῦσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[καθιστώ]] [[κάτι]] πάγιο, μόνιμο, ασφαλές, [[εδραιώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (και ως αμτβ.) καθίσταμαι [[σταθερός]], [[μόνιμος]] (α. «δεν στεριώνει σε [[καμιά]] δουλειά» β. «δεν στέριωσε ο [[γάμος]] τους»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. πληθ. αρσ. ή ουδ. παθ. παρακμ.) <i>στερεωμένοι</i> και <i>στεριωμένοι</i> ή <i>στερεωμένα</i> και <i>στεριωμένα</i><br />(ενν. <i>οι νεόνυμφοι</i> ή <i>τα στέφανα</i>) [[ευχή]] σε νεονύμφους να [[είναι]] [[αδιάσπαστος]] ο [[δεσμός]] τους.
τοὺς [[πόδας]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> α) [[καθιστώ]] [[κάτι]] ισχυρό, [[ενισχύω]] («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος τὰ σώματα στερεοῦσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[καθιστώ]] [[κάτι]] πάγιο, μόνιμο, ασφαλές, [[εδραιώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (και ως αμτβ.) καθίσταμαι [[σταθερός]], [[μόνιμος]] (α. «δεν στεριώνει σε [[καμιά]] δουλειά» β. «δεν στέριωσε ο [[γάμος]] τους»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. πληθ. αρσ. ή ουδ. παθ. παρακμ.) <i>στερεωμένοι</i> και <i>στεριωμένοι</i> ή <i>στερεωμένα</i> και <i>στεριωμένα</i><br />(ενν. <i>οι νεόνυμφοι</i> ή <i>τα στέφανα</i>) [[ευχή]] σε νεονύμφους να [[είναι]] [[αδιάσπαστος]] ο [[δεσμός]] τους.
}}
}}

Revision as of 14:39, 27 March 2021

Greek Monolingual

στερεῶ, -όω, ΝΜΑ
και στεριώνω Ν, και στερρῶ, -όω Α στερεός / στερρός / στέριος]
1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῦντοὺς πόδας», Ξεν.)
2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος τὰ σώματα στερεοῦσθαι», Ξεν.)
β) καθιστώ κάτι πάγιο, μόνιμο, ασφαλές, εδραιώνω
νεοελλ.
1. (και ως αμτβ.) καθίσταμαι σταθερός, μόνιμος (α. «δεν στεριώνει σε καμιά δουλειά» β. «δεν στέριωσε ο γάμος τους»)
2. (η μτχ. πληθ. αρσ. ή ουδ. παθ. παρακμ.) στερεωμένοι και στεριωμένοι ή στερεωμένα και στεριωμένα
(ενν. οι νεόνυμφοι ή τα στέφανα) ευχή σε νεονύμφους να είναι αδιάσπαστος ο δεσμός τους.