ενταύθα: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐνταῡθα, Α ιων. τ. ἐνθαῡτα και ἐντοῦθα)<br /><b>επίρρ.</b> (για [[τόπο]]) εδώ, στο ίδιο [[μέρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />σ' αυτόν τον υλικό κόσμο (αντιθ. [[εκεί]]<br />ο [[ιδεώδης]] [[κόσμος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ρήμ. κινήσεως) [[προς]] τα εδώ («[[μηδέ]] σε [[δαίμων]] ἐνταῡθα τρέψειε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν. τόπ.) σ' αυτό το [[μέρος]] («ἐνταῡθα τῆς ἠπείρου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> σ' αυτό το [[σημείο]], σ' αυτό τον βαθμό («οὐκοῦν ἐνταῡθα που [[ἦμεν]] τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τότε]], εκείνο τον καιρό («φαίνονται δὲ οὐδ' ἐνταῡθα πάσῃ τῇ δυνάμει χρησάμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πάνω]] σε αυτό, [[μετά]] απ' αυτό («Ἱππίεω γνώμῃ νικήσαντος... ἐνταῡθα ἤγειρον δωτίνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> σ' αυτή την [[περίσταση]] («ἐνταῡθα γὰρ δὴ καὶ κακὸς φαίνει φίλους», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αττ. τ. [[ενταύθα]], παρεκτεταμένος τ. του [[ένθα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ταύτα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τα</i>), προήλθε από ιων. τ. [[ενθαύτα]] (με [[μετάθεση]] τών δασέων), «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] [[ένθα]] αυτά</i>. Το [[επίθημα]] -<i>θα</i> οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του [[ένθα]]. Τέλος, ο ομ.-αττ. τ. [[ενταυθοί]] <span style="color: red;"><</span> [[ενταύθα]] <span style="color: red;">+</span> τοπικό [[επίθημα]] -<i>οί</i>.
|mltxt=(AM ἐνταῡθα, Α ιων. τ. ἐνθαῡτα και ἐντοῦθα)<br /><b>επίρρ.</b> (για [[τόπο]]) εδώ, στο ίδιο [[μέρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />σ' αυτόν τον υλικό κόσμο (αντιθ. [[εκεί]]<br />ο [[ιδεώδης]] [[κόσμος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ρήμ. κινήσεως) [[προς]] τα εδώ («[[μηδέ]] σε [[δαίμων]] ἐνταῡθα τρέψειε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν. τόπ.) σ' αυτό το [[μέρος]] («ἐνταῡθα τῆς ἠπείρου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> σ' αυτό το [[σημείο]], σ' αυτό τον βαθμό («οὐκοῦν ἐνταῡθα που [[ἦμεν]] τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τότε]], εκείνο τον καιρό («φαίνονται δὲ οὐδ' ἐνταῡθα πάσῃ τῇ δυνάμει χρησάμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πάνω]] σε αυτό, [[μετά]] απ' αυτό («Ἱππίεω γνώμῃ νικήσαντος... ἐνταῡθα ἤγειρον δωτίνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> σ' αυτή την [[περίσταση]] («ἐνταῡθα γὰρ δὴ καὶ κακὸς φαίνει φίλους», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αττ. τ. [[ενταύθα]], παρεκτεταμένος τ. του [[ένθα]] ([[πρβλ]]. <i>ταύτα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τα</i>), προήλθε από ιων. τ. [[ενθαύτα]] (με [[μετάθεση]] τών δασέων), «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] [[ένθα]] αυτά</i>. Το [[επίθημα]] -<i>θα</i> οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του [[ένθα]]. Τέλος, ο ομ.-αττ. τ. [[ενταυθοί]] <span style="color: red;"><</span> [[ενταύθα]] <span style="color: red;">+</span> τοπικό [[επίθημα]] -<i>οί</i>.
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

(AM ἐνταῡθα, Α ιων. τ. ἐνθαῡτα και ἐντοῦθα)
επίρρ. (για τόπο) εδώ, στο ίδιο μέρος
αρχ.-μσν.
σ' αυτόν τον υλικό κόσμο (αντιθ. εκεί
ο ιδεώδης κόσμος)
αρχ.
1. (με ρήμ. κινήσεως) προς τα εδώ («μηδέ σε δαίμων ἐνταῡθα τρέψειε», Ομ. Ιλ.)
2. (με γεν. τόπ.) σ' αυτό το μέρος («ἐνταῡθα τῆς ἠπείρου», Θουκ.)
3. σ' αυτό το σημείο, σ' αυτό τον βαθμό («οὐκοῦν ἐνταῡθα που ἦμεν τοῦ λόγου», Πλάτ.)
4. τότε, εκείνο τον καιρό («φαίνονται δὲ οὐδ' ἐνταῡθα πάσῃ τῇ δυνάμει χρησάμενοι», Θουκ.)
5. πάνω σε αυτό, μετά απ' αυτό («Ἱππίεω γνώμῃ νικήσαντος... ἐνταῡθα ἤγειρον δωτίνας», Ηρόδ.)
6. σ' αυτή την περίσταση («ἐνταῡθα γὰρ δὴ καὶ κακὸς φαίνει φίλους», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αττ. τ. ενταύθα, παρεκτεταμένος τ. του ένθα (πρβλ. ταύτα < τα), προήλθε από ιων. τ. ενθαύτα (με μετάθεση τών δασέων), «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση ένθα αυτά. Το επίθημα -θα οφείλεται σε αναλογική επίδραση του ένθα. Τέλος, ο ομ.-αττ. τ. ενταυθοί < ενταύθα + τοπικό επίθημα -οί.