υποσκελίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποσκελίζω]], ΝΜΑ<br />[[ρίχνω]] [[κάτω]] με [[τρικλοποδιά]], πεδικλώνω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[παραγκωνίζω]], [[παραμερίζω]] κάποιον με [[πλάγια]] [[μέσα]] («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη [[θέση]] του προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) [[καταβάλλω]], [[εξασθενίζω]] («πολὺς γὰρ ([[οἶνος]]) εἰς ἓv μικρὸν ἀγγεῑον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾱστα τοὺς πεπωκότας», Εύβουλ.)<br /><b>2.</b> [[ξεριζώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[υπονομεύω]] («τὸν λέγοντά τι τῶν ὑμῖν συμφερόντων ὑποσκελίζειν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σκελίζω]] «[[ρίχνω]] [[κάτω]]»].
|mltxt=[[ὑποσκελίζω]], ΝΜΑ<br />[[ρίχνω]] [[κάτω]] με [[τρικλοποδιά]], πεδικλώνω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[παραγκωνίζω]], [[παραμερίζω]] κάποιον με [[πλάγια]] [[μέσα]] («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη [[θέση]] του προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) [[καταβάλλω]], [[εξασθενίζω]] («πολὺς γὰρ ([[οἶνος]]) εἰς ἓv μικρὸν ἀγγεῖον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾱστα τοὺς πεπωκότας», Εύβουλ.)<br /><b>2.</b> [[ξεριζώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[υπονομεύω]] («τὸν λέγοντά τι τῶν ὑμῖν συμφερόντων ὑποσκελίζειν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σκελίζω]] «[[ρίχνω]] [[κάτω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

ὑποσκελίζω, ΝΜΑ
ρίχνω κάτω με τρικλοποδιά, πεδικλώνω
νεοελλ.
μτφ. παραγκωνίζω, παραμερίζω κάποιον με πλάγια μέσα («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη θέση του προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του»)
αρχ.
1. (για κρασί) καταβάλλω, εξασθενίζω («πολὺς γὰρ (οἶνος) εἰς ἓv μικρὸν ἀγγεῖον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾱστα τοὺς πεπωκότας», Εύβουλ.)
2. ξεριζώνω
3. μτφ. υπονομεύω («τὸν λέγοντά τι τῶν ὑμῖν συμφερόντων ὑποσκελίζειν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκελίζω «ρίχνω κάτω»].