καδδίζω: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. inf. pf. Pass.</i> [[κεκαδδίσθαι]], <i>vulg.</i> κεκαδεῖσθαι;<br />décider par les urnes, par un scrutin.<br />'''Étymologie:''' [[κάδος]].
|btext=<i>seul. inf. pf. Pass.</i> [[κεκαδδίσθαι]], <i>vulg.</i> κεκαδεῖσθαι;<br />[[décider par les urnes]], [[par un scrutin]].<br />'''Étymologie:''' [[κάδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:54, 9 January 2023

German (Pape)

[Seite 1279] bei Plut. Lyc. 12 ist κεκαδδεῖσθαι, wofür man auch κεκαδδίσθαι od. κεκαδδίχεσθαι vermuthet, = durch eine eigenthümliche Abstimmung zu den Syssitien in Sparta zugelassen werden; κάδδος (v. l. κάδδιχος) γὰρ καλεῖται τὸ ἀγγεῖον, εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλιὰς (womit sie abstimmen) ἐμβάλλουσι.

French (Bailly abrégé)

seul. inf. pf. Pass. κεκαδδίσθαι, vulg. κεκαδεῖσθαι;
décider par les urnes, par un scrutin.
Étymologie: κάδος.

Greek Monolingual

καδδίζω (Α) κάδδιχος
ρίχνω την ψήφο στον κάδδιχον, στην κάλπη, και κατ' επέκτ. ρίχνω αποδοκιμαστική ψήφο, αποδοκιμάζω με την ψήφο
το ρ. επλάσθη για να εξηγήσει το απρμφ. παθ. παρκμ. κεκαδδίσθαι ή κεκαδδεῖσθαι (κατά τα αντίγρ.) ή κεκαδδῆσθαι ή κεκαδδίχθαι ή κεκαδδιχίσθαι ή ἐκκεκαδδιχίσθαι που υπάρχει στον Πλούτ. («τὸν δὲ οὕτως ἀποδοκιμασθέντα κεκαδδῑχθαι λέγουσι» — γι' αυτόν που αποδοκιμάστηκε με ψηφοφορία λένε ότι έχει καδδισθεί, Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

καδδίζω: (только inf. pf. pass. κεκαδδίσθαι или κεκαδδεῖσθαι) решать голосованием (о допущении к участию в сисситиях) Plut.