χορδοτόνος: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο / [[χορδοτόνος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τεντώνει τις χορδές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[χορδοτόνο]](<i>ν</i>)<br />όργανο με το οποίο τεντώνονται οι χορδές τών μουσικών οργάνων, [[κλειδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]] «[[τεντώνω]]»), | |mltxt=-ο / [[χορδοτόνος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τεντώνει τις χορδές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[χορδοτόνο]](<i>ν</i>)<br />όργανο με το οποίο τεντώνονται οι χορδές τών μουσικών οργάνων, [[κλειδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]] «[[τεντώνω]]»), [[πρβλ]]. [[χειροτόνος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο επίθ. ενεργ. σημ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:30, 25 August 2021
German (Pape)
[Seite 1365] Darmsaiten spannend, aufspannend, dah. τὸ χορδοτόνον, ein Werkzeug, die Saiten zu spannen, Arist. audib. 51; – χορδότονος, mit Saiten bespannt, λύρα Soph. frg. 232; Poll. 4, 62.
Greek (Liddell-Scott)
χορδοτόνος: -ον, ὁ τείνων, τεντώνων τὰς χορδὰς· χορδοτόνον, τό, κόλλοψ, «στρηφτάρι» πρὸς ἔντασιν χορδῆς, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 51, Πολυδ. Δ΄, 62, Νικομ. Ἁρμ. σ. 13· (ὅθεν πιθανῶς διορθωτέον χορδοτόνα παρ’ Ἀθην. 637D) οὕτω, ἡ ὑπὸ τὰς χορδὰς ὑποκειμένη σανὶς χορδοτόνος ὀνομάζεται Μ. Βρυεννίου Ἁρμονικὰ σελ. 417. ΙΙ. προπαροξ., χορδότονος, ον, παθ., ἐντεταμένος διὰ χορδῶν, ῥηγνὺς χρυσόδετον κέρας, ῥηγνὺς ἁρμονίαν χορδοτόνου λύρας Σοφ. Ἀποσπ. 262 (Πλουτ. Ἠθ. 455D).
Greek Monolingual
-ο / χορδοτόνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που τεντώνει τις χορδές
2. το ουδ. ως ουσ. το χορδοτόνο(ν)
όργανο με το οποίο τεντώνονται οι χορδές τών μουσικών οργάνων, κλειδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -τόνος (< τόνος < τείνω «τεντώνω»), πρβλ. χειροτόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στο επίθ. ενεργ. σημ.].