θρασύμαχος: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θρασύμαχος]], -ον (Α)<br />αυτός που μάχεται με [[τόλμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θρασυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>μάχος</i>, <i>μονο</i>-<i>μάχος</i>)].
|mltxt=[[θρασύμαχος]], -ον (Α)<br />αυτός που μάχεται με [[τόλμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θρασυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]] ([[πρβλ]]. <i>θεο</i>-<i>μάχος</i>, <i>μονο</i>-<i>μάχος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρασύμᾰχος Medium diacritics: θρασύμαχος Low diacritics: θρασύμαχος Capitals: ΘΡΑΣΥΜΑΧΟΣ
Transliteration A: thrasýmachos Transliteration B: thrasymachos Transliteration C: thrasymachos Beta Code: qrasu/maxos

English (LSJ)

ον, A bold in battle, Arist.Rh.1400b20: as pr. n., Thrasymachus:—hence Adj. θρασυ-μάχειος, α, ον, ἑρμηνεία style of T., D.H.Dem.3.

Greek (Liddell-Scott)

θρασύμᾰχος: -ον, ὁ μετὰ θράσους μαχόμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
hardi dans le combat.
Étymologie: θρασύς, μάχη.

Greek Monolingual

θρασύμαχος, -ον (Α)
αυτός που μάχεται με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -μαχος < μάχομαι (πρβλ. θεο-μάχος, μονο-μάχος)].

Greek Monotonic

θρασύμᾰχος: -ον (μάχομαι), ο γενναίος στο πεδίο της μάχης, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσύμᾰχος: (ῠ) храбрый в бою Arst.

Middle Liddell

θρασύ-μᾰχος, ον μάχομαι
bold in battle, Arist.