μισθόδωρος: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μισθόδωρος]], -ον (Α)<br /><b>(ποιητ.)</b> (για το [[έθιμο]] που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα να στέλνουν μισθούς και δώρα στους σοφιστές [[κατά]] την [[εορτή]] τών Χοών) αυτός που παρέχει μισθούς και δώρα («Χοῶν τῶν μισθοδώρων», Ευβουλίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῶρον]]), | |mltxt=[[μισθόδωρος]], -ον (Α)<br /><b>(ποιητ.)</b> (για το [[έθιμο]] που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα να στέλνουν μισθούς και δώρα στους σοφιστές [[κατά]] την [[εορτή]] τών Χοών) αυτός που παρέχει μισθούς και δώρα («Χοῶν τῶν μισθοδώρων», Ευβουλίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῶρον]]), [[πρβλ]]. <i>βοτρυό</i>-<i>δωρος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A giving wages or pay, Eubulid.1.
German (Pape)
[Seite 190] = μισθοδότης, Eubu lides bei Ath. X, 437 d.
Greek (Liddell-Scott)
μισθόδωρος: -ον, ὁ δίδων μισθὸν μετὰ δώρων, Χοῶν δέει τῶν μισθοδώρων, «τῇ ἑορτῇ τῶν Χοῶν ἔθος ἐστὶν Ἀθήνησι πέμπεσθαι δῶρά τε καὶ τοὺς μισθοὺς τοῖς σοφισταῖς» (Ἀθήν. 437D), Εὐβουλίδης ἐν «Κωμασταῖς» 1.
Greek Monolingual
μισθόδωρος, -ον (Α)
(ποιητ.) (για το έθιμο που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα να στέλνουν μισθούς και δώρα στους σοφιστές κατά την εορτή τών Χοών) αυτός που παρέχει μισθούς και δώρα («Χοῶν τῶν μισθοδώρων», Ευβουλίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. βοτρυό-δωρος].