Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑτεροσχημάτιστος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτεροσχημάτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικά σχηματισμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἑτεροσχημάτιστον]]<br />η [[εναλλαγή]] γραμματικού τύπου ως ρητορικό [[σχήμα]], όπως ενός ρήματος σε [[μετοχή]] ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχηματίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>σχημάτιστος</i>].
|mltxt=[[ἑτεροσχημάτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικά σχηματισμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἑτεροσχημάτιστον]]<br />η [[εναλλαγή]] γραμματικού τύπου ως ρητορικό [[σχήμα]], όπως ενός ρήματος σε [[μετοχή]] ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχηματίζω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>σχημάτιστος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροσχημάτιστος Medium diacritics: ἑτεροσχημάτιστος Low diacritics: ετεροσχημάτιστος Capitals: ΕΤΕΡΟΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: heteroschēmátistos Transliteration B: heteroschēmatistos Transliteration C: eteroschimatistos Beta Code: e(terosxhma/tistos

English (LSJ)

ον, A differently formed: τὸ ἑ. change of grammatical form, as a figure of speech, Phoeb.Fig.1.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροσχημάτιστος: -ον, διαφόρως ἐσχηματισμένος: τὸ ἑτεροσχημάτιστον, «ἑτεροσχημάτιστον δὲ ἐστιν ἐναλλαγὴ ῥήματος εἰς μετοχήν, ἤ καθ’ ἑαυτὸ ἤ μετὰ συνδέσμου, ἤ καὶ ῥήματος ἀπὸ ἐγκλίσεως εἰς ἔγκλισιν, ὡς ἴνα ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν, ‘ἐπειδὴ ἔτρεχεν ὁ δεῖνα, τόδε ἐγένετο’, εἴπω ‘τρέχοντος τοῦ δεῖνα τόδε ἐγένετο’» Φοιβάμμωνος περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σ. 503.

Greek Monolingual

ἑτεροσχημάτιστος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι διαφορετικά σχηματισμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεροσχημάτιστον
η εναλλαγή γραμματικού τύπου ως ρητορικό σχήμα, όπως ενός ρήματος σε μετοχή ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχηματιστος (< σχηματίζω), πρβλ. α-σχημάτιστος].