περιψυγμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιψυγμός:''' ὁ охлаждение, холод Plat.
|elrutext='''περιψυγμός:''' ὁ [[охлаждение]], [[холод]] Plat.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιψυγμός -οῦ, ὁ [περιψύχω] sterke afkoeling.
|elnltext=περιψυγμός -οῦ, ὁ [περιψύχω] sterke afkoeling.
}}
}}

Revision as of 10:55, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιψυγμός Medium diacritics: περιψυγμός Low diacritics: περιψυγμός Capitals: ΠΕΡΙΨΥΓΜΟΣ
Transliteration A: peripsygmós Transliteration B: peripsygmos Transliteration C: peripsygmos Beta Code: periyugmo/s

English (LSJ)

ὁ, A cold, chill, Pl.Ax.366d; excessive cold, as a cause of injury, Cat.Cod.Astr.8(4).188 (pl.).

German (Pape)

[Seite 601] ὁ, = περίψυξις, Ggstz θάλπ ος, Plat. Ax. 366 d.

Greek (Liddell-Scott)

περιψυγμός: ὁ, = περίψυξις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D.

Greek Monolingual

ὁ, Α περιψύχω
1. η περίψυξη, η αίσθηση της δροσιάς ή του ψύχους σε ολόκληρη την επιφάνεια
2. το υπερβολικό ψύχος που προκαλεί βλάβες.

Russian (Dvoretsky)

περιψυγμός:охлаждение, холод Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιψυγμός -οῦ, ὁ [περιψύχω] sterke afkoeling.