κυλλοποδίων: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυλλοποδίων]], -ονος, ὁ (Α)<br />([[προσωνυμία]] του Ηφαίστου) αυτός που έχει καμπύλα, στραβά πόδια, στραθοπόδης, [[κουτσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυλλός]] <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ποδ</i>- του [[πούς]] (<b>[[πρβλ]].</b> γεν. <i>ποδ</i>-<i>ός</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίων</i> για εκφραστικούς λόγους].
|mltxt=[[κυλλοποδίων]], -ονος, ὁ (Α)<br />([[προσωνυμία]] του Ηφαίστου) αυτός που έχει καμπύλα, στραβά πόδια, στραθοπόδης, [[κουτσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυλλός]] <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ποδ</i>- του [[πούς]] ([[πρβλ]]. γεν. <i>ποδ</i>-<i>ός</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίων</i> για εκφραστικούς λόγους].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλοποδίων Medium diacritics: κυλλοποδίων Low diacritics: κυλλοποδίων Capitals: ΚΥΛΛΟΠΟΔΙΩΝ
Transliteration A: kyllopodíōn Transliteration B: kyllopodiōn Transliteration C: kyllopodion Beta Code: kullopodi/wn

English (LSJ)

[ῑ], ονος, ὁ, (πούς) A club-footed, halting, epithet of Hephaistos, Il.18.371, 20.270: voc. κυλλοπόδῑον 21.331.

French (Bailly abrégé)

ονος;
adj. m.
boiteux.
Étymologie: κυλλός, πούς.

English (Autenrieth)

voc. -πόδῖον (κυλλός, πούς): crook-footed, epithet of Hephaestus. (Il.)

Greek Monolingual

κυλλοποδίων, -ονος, ὁ (Α)
(προσωνυμία του Ηφαίστου) αυτός που έχει καμπύλα, στραβά πόδια, στραθοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + θ. ποδ- του πούς (πρβλ. γεν. ποδ-ός) + κατάλ. -ίων για εκφραστικούς λόγους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυλλοποδίων -ον, gen. -ονος [κυλλός, πούς] vocat. κυλλοπόδιον, mank, kreupel.

Russian (Dvoretsky)

κυλλοποδίων: ονος (ῑ) adj. m хромоногий (Ἣφαιστος Hom.).