ἱμαλίς: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμαλίς]], ἡ (Α)<br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Ἱμαλίς</i><br />επίθ. της Δήμητρας στις [[Συρακούσες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμαλιά]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μολυβδ</i>-<i>ίς</i>, <i>τροφαλ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=[[ἱμαλίς]], ἡ (Α)<br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Ἱμαλίς</i><br />επίθ. της Δήμητρας στις [[Συρακούσες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμαλιά]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. <i>μολυβδ</i>-<i>ίς</i>, <i>τροφαλ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:18, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμαλίς Medium diacritics: ἱμαλίς Low diacritics: ιμαλίς Capitals: ΙΜΑΛΙΣ
Transliteration A: himalís Transliteration B: himalis Transliteration C: imalis Beta Code: i(mali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Syrac. epithet of Demeter, Polem. Hist.39:—hence ἱμαλιά, ἡ,= τὸ ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων, Hsch.: ἱμάλιος, α, ον, A abundant, Id.: as name of a month at Hierapytna, GDI5040.4. II Dor. word for ὁ νόστος καὶ τὰ ἐπίμετρα τῶν ἀλεύρων Trypho ap.Ath.14.618d;= ἐπιμύλιος ᾠδή, Hsch., Poll.4.53.

German (Pape)

[Seite 1252] ίδος, ἡ, nach Trvphon bei Ath. XIV, 618 e dor. = Νόστος, eine Mühlengottheit, ἢ τὰ ἐπίμετρα τῶν ἀλέτων, vgl. ἱμαλιά. Bei den Syrakusanern hieß so Demeter, Ath. III, 109 a X, 416 e. Nach Hesych. wie ἱμαῖος ein Müllerlied.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαλίς: -ίδος, ἡ, ἐπίθ. τῆς Δήμητρος παρὰ Συρακοσίοις, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 109Α. - ἐντεῦθεν ἱμαλιά, «τὸ ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων. ἐπιγέννημα ἀλετρίδος, καὶ ὁ ἀπὸ τῶν ἀχύρων χνοῦς, καὶ περιουσία» Ἡσύχ. - προσέτι «ἱμάλιον· καρποφόρον, νόστιμον» ὁ αὐτ. ΙΙ. Δωρ. λέξ. ἀντὶ τοῦ ἱμαῖον μέλος, Τρύφ παρ’ Ἀθην. 618Ε.

Greek Monolingual

ἱμαλίς, ἡ (Α)
ως κύριο όν. ἡ Ἱμαλίς
επίθ. της Δήμητρας στις Συρακούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμαλιά + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μολυβδ-ίς, τροφαλ-ίς)].