ἀροτήσιος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀροτήσιος]], -ον (Α)<br />ο [[κατάλληλος]] για [[καλλιέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήσιος</i> (κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρόνο<br / | |mltxt=[[ἀροτήσιος]], -ον (Α)<br />ο [[κατάλληλος]] για [[καλλιέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήσιος</i> (κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρόνο<br />[[πρβλ]]. [[ετήσιος]], [[ημερήσιος]], [[νυκτερήσιος]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A of or for ploughing, ἀ. ὥρη Arat.1053.
German (Pape)
[Seite 357] ον, zum Pflügen gehörig, ὥρη, Ackerzeit, Arat. D. 321.
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτήσιος: -ον, ὁ κατάλληλος πρὸς ἀροτρίασιν, καλλιέργειαν, ἀροτήσιος ὥρη, καιρὸς σπορητοῦ, Ἀριστ. 1053.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ]
1 de o para arar ἀ. ὥρη Arat.1053.
2 arador epít. de Zeus Syria 36.1959.77 (Hipo II d.C.).
Greek Monolingual
ἀροτήσιος, -ον (Α)
ο κατάλληλος για καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άροτος + -ήσιος (κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρόνο
πρβλ. ετήσιος, ημερήσιος, νυκτερήσιος κ.ά.)].