κατεξετάζω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεξετάζω]] (AM)<br />[[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]] και προσεκτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρίνω]], [[ανακρίνω]], [[αποφασίζω]], [[δικάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κατεξετάζομαι</i><br />α) δοκιμάζομαι («ἄνδρα πολλοῑς κατεξητασμένον πολέμοις», Γ. Ακροπ.)<br />β) εξετάζομαι [[λεπτομερώς]], με [[προσοχή]].
|mltxt=[[κατεξετάζω]] (AM)<br />[[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]] και προσεκτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρίνω]], [[ανακρίνω]], [[αποφασίζω]], [[δικάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κατεξετάζομαι</i><br />α) δοκιμάζομαι («ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις», Γ. Ακροπ.)<br />β) εξετάζομαι [[λεπτομερώς]], με [[προσοχή]].
}}
}}

Revision as of 14:55, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεξετάζω Medium diacritics: κατεξετάζω Low diacritics: κατεξετάζω Capitals: ΚΑΤΕΞΕΤΑΖΩ
Transliteration A: katexetázō Transliteration B: katexetazō Transliteration C: kateksetazo Beta Code: kateceta/zw

English (LSJ)

A decide, try, δίκην Cod.Just.1.4.29 Intr.; examine carefully, examine in depth, investigate, Agath.5.9 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1395] verstärktes ἐξετάζω, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξετάζω: ἀκριβῶς ἐξετάζω, ἀναγνωρίζω, δοκιμάζω, ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις,- νόσῳ κατεξετασθεὶς καὶ κατασκελετευθεὶς Γεώργ. Ἀκροπολ.

Greek Monolingual

κατεξετάζω (AM)
εξετάζω λεπτομερώς και προσεκτικά
αρχ.
1. κρίνω, ανακρίνω, αποφασίζω, δικάζω
2. παθ. κατεξετάζομαι
α) δοκιμάζομαι («ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις», Γ. Ακροπ.)
β) εξετάζομαι λεπτομερώς, με προσοχή.