εὐένδοτος: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐένδοτος:''' податливый, склонный (πρός τι Sext.).
|elrutext='''εὐένδοτος:''' [[податливый]], [[склонный]] (πρός τι Sext.).
}}
}}

Revision as of 11:12, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐένδοτος Medium diacritics: εὐένδοτος Low diacritics: ευένδοτος Capitals: ΕΥΕΝΔΟΤΟΣ
Transliteration A: euéndotos Transliteration B: euendotos Transliteration C: evendotos Beta Code: eu)e/ndotos

English (LSJ)

ον, A easily yielding, γῆ Str.16.1.9; βύρσα Hippiatr. 8. 2 morally weak, Ph.2.269, al.; τὸ εὐ. Id.1.153.

German (Pape)

[Seite 1064] leicht nachgebend, γῆ, καὶ μαλακή, Strab. XVI, 1 p. 740; ἤθη πρὸς ἔρωτας S. Emp. adv. mus. 48.

Greek (Liddell-Scott)

εὐένδοτος: -ον, εὐκόλως ἐνδίδων, γῆ μαλακή καὶ εὐένδοτος Στράβων 740.

Greek Monolingual

εὐένδοτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ενδίδει εύκολα («ἡ γῆ καὶ μαλακὴ καὶ εὐένδοτος», Στράβ.)
αρχ.
ο αδύνατος ηθικά, ο μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εν-δοτος (< εν-δίδωμι), πρβλ. αν-ένδοτος].

Russian (Dvoretsky)

εὐένδοτος: податливый, склонный (πρός τι Sext.).