θεοπαράδοτος: Difference between revisions

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεοπαράδοτος]], -ον (AM)<br />αυτός που παραδόθηκε από τον θεό στους ανθρώπους («[[θεοπαράδοτος]] [[σοφία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παράδοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>παρα</i>-[[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. <i>ετοιμο</i>-<i>παράδοτος</i>, <i>πατρο</i>-<i>παράδοτος</i>].
|mltxt=[[θεοπαράδοτος]], -ον (AM)<br />αυτός που παραδόθηκε από τον θεό στους ανθρώπους («[[θεοπαράδοτος]] [[σοφία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παράδοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>παρα</i>-[[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[ετοιμοπαράδοτος]], [[πατροπαράδοτος]]].
}}
}}

Revision as of 17:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοπαράδοτος Medium diacritics: θεοπαράδοτος Low diacritics: θεοπαράδοτος Capitals: ΘΕΟΠΑΡΑΔΟΤΟΣ
Transliteration A: theoparádotos Transliteration B: theoparadotos Transliteration C: theoparadotos Beta Code: qeopara/dotos

English (LSJ)

ον, A delivered by God, Procl. in Cra.p.59 P.; λόγια Marin. Procl.26; σοφία Dam.Pr.311.

German (Pape)

[Seite 1197] von Gott überliefert, Procl. u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεοπαράδοτος: -ον, παραδεδομένος ὑπὸ τοῦ θεοῦ, λόγια, πολιτεία Ἐκκλ.

Greek Monolingual

θεοπαράδοτος, -ον (AM)
αυτός που παραδόθηκε από τον θεό στους ανθρώπους («θεοπαράδοτος σοφία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -παράδοτος (< παρα-δίδωμι), πρβλ. ετοιμοπαράδοτος, πατροπαράδοτος].