θηρόβορος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηρόβορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται από θηρία («[[θηρόβορος]] [[θάνατος]]», Μανέ θ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] <span style="color: red;"><</span> <i>βι</i>-<i>βρώ</i>-<i>σκω</i>), [[πρβλ]]. <i>θυμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>σαρκο</i>-<i>βόρος</i>].
|mltxt=[[θηρόβορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται από θηρία («[[θηρόβορος]] [[θάνατος]]», Μανέ θ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] <span style="color: red;"><</span> <i>βι</i>-<i>βρώ</i>-<i>σκω</i>), [[πρβλ]]. [[θυμοβόρος]], [[σαρκοβόρος]]].
}}
}}

Revision as of 17:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρόβορος Medium diacritics: θηρόβορος Low diacritics: θηρόβορος Capitals: ΘΗΡΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: thēróboros Transliteration B: thēroboros Transliteration C: thirovoros Beta Code: qhro/boros

English (LSJ)

ον, A eaten or torn by wild beasts, κρέας Ps.Phoc.147; θηρόβορος θάνατος = death by wild beasts, Man.4.614.

German (Pape)

[Seite 1210] = θηριόβορος; auch θάνατος, Man. 4, 614.

Greek (Liddell-Scott)

θηρόβορος: -ον, ὁ καταβρωθεὶς ἢ κατασπαραχθεὶς ὑπὸ ἀγρίων θηρίων, κρέας Ψευδο-Φωκυλ. 136 (ἀλλ. θηρίβορον)· θηρ. θάνατος, δι’ ἀγρίων θηρίων γινόμενος, Μανέθων 4. 614.

Greek Monolingual

θηρόβορος, -ον (Α)
1. αυτός που κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία
2. αυτός που γίνεται από θηρία («θηρόβορος θάνατος», Μανέ θ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -βορος (< βορά < βι-βρώ-σκω), πρβλ. θυμοβόρος, σαρκοβόρος].