θυγατροποιός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυγατροποιός]], -όν (Α)<br />(για τον Λωτ) αυτός που γεννά θυγατέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυγατρο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θυγάτηρ]], [[πρβλ]]. γεν. <i>θυγατρός</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. <i>επιπλο</i>-[[ποιός]], <i>ζωο</i>-[[ποιός]].
|mltxt=[[θυγατροποιός]], -όν (Α)<br />(για τον Λωτ) αυτός που γεννά θυγατέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυγατρο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θυγάτηρ]], [[πρβλ]]. γεν. <i>θυγατρός</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. [[επιπλοποιός]], [[ζωοποιός]].
}}
}}

Revision as of 07:30, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠγατροποιός Medium diacritics: θυγατροποιός Low diacritics: θυγατροποιός Capitals: ΘΥΓΑΤΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thygatropoiós Transliteration B: thygatropoios Transliteration C: thygatropoios Beta Code: qugatropoio/s

English (LSJ)

όν, A begetting daughters, of Lot, Ph.1.382.

German (Pape)

[Seite 1221] Töchter erzeugend, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

θυγατροποιός: -όν, γεννῶν θυγατέρας. Φίλων 1. 382.

Greek Monolingual

θυγατροποιός, -όν (Α)
(για τον Λωτ) αυτός που γεννά θυγατέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. επιπλοποιός, ζωοποιός.