θυρσοτινάκτης: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυρσοτινάκτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Βάκχο) αυτός που σείει τον θύρσο, που κινεί τον θύρσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> [[τινάκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τινάσσω]]), [[πρβλ]]. <i>παντο</i>-[[τινάκτης]], <i>πετρεν</i>-[[τινάκτης]]].
|mltxt=[[θυρσοτινάκτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Βάκχο) αυτός που σείει τον θύρσο, που κινεί τον θύρσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> [[τινάκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τινάσσω]]), [[πρβλ]]. [[παντοτινάκτης]], [[πετρεντινάκτης]]].
}}
}}

Revision as of 07:30, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοτῐνάκτης Medium diacritics: θυρσοτινάκτης Low diacritics: θυρσοτινάκτης Capitals: ΘΥΡΣΟΤΙΝΑΚΤΗΣ
Transliteration A: thyrsotináktēs Transliteration B: thyrsotinaktēs Transliteration C: thyrsotinaktis Beta Code: qursotina/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, A thyrsus-shaker, of Bacchus, Orph.H.52.4.

German (Pape)

[Seite 1228] ὁ, Thyrsusschwinger, Bacchus, Orph. H. 51, 4.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοτῐνάκτης: ὁ, ὁ τινάσσων ἢ σείων τὸν θύρσον, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ὀρφ. Ὕμν. 51. 4.

Greek Monolingual

θυρσοτινάκτης, ὁ (Α)
(για τον Βάκχο) αυτός που σείει τον θύρσο, που κινεί τον θύρσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + τινάκτης (< τινάσσω), πρβλ. παντοτινάκτης, πετρεντινάκτης].