ιππόστασις: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππόστασις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ιπποστάσιο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «Ἀελίου κνεφαία ίππόστασις» — ο [[σκοτεινός]] [[στάβλος]] του Ηλίου, [[δηλαδή]] η [[δύση]], <b>Ευρ.</b><br />β) «Ἕω φαεννὰς Ἡλίου θ' ἱπποστάσεις» — ο [[φωτεινός]] [[στάβλος]] τών αλόγων του Ηλίου, [[δηλαδή]] η [[ανατολή]], (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στασις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στάσις]] <span style="color: red;"><</span> [[ἵστημι]]), [[πρβλ]]. <i>αιγό</i>-<i>στασις</i>, <i>βού</i>-<i>στασις</i>].
|mltxt=[[ἱππόστασις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ιπποστάσιο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «Ἀελίου κνεφαία ίππόστασις» — ο [[σκοτεινός]] [[στάβλος]] του Ηλίου, [[δηλαδή]] η [[δύση]], <b>Ευρ.</b><br />β) «Ἕω φαεννὰς Ἡλίου θ' ἱπποστάσεις» — ο [[φωτεινός]] [[στάβλος]] τών αλόγων του Ηλίου, [[δηλαδή]] η [[ανατολή]], (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στασις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στάσις]] <span style="color: red;"><</span> [[ἵστημι]]), [[πρβλ]]. [[αιγόστασις]], [[βούστασις]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱππόστασις, ἡ (Α)
1. ιπποστάσιο
2. φρ. α) «Ἀελίου κνεφαία ίππόστασις» — ο σκοτεινός στάβλος του Ηλίου, δηλαδή η δύση, Ευρ.
β) «Ἕω φαεννὰς Ἡλίου θ' ἱπποστάσεις» — ο φωτεινός στάβλος τών αλόγων του Ηλίου, δηλαδή η ανατολή, (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -στασις (< στάσις < ἵστημι), πρβλ. αιγόστασις, βούστασις].