κακόπτερος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόπτερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα φτερά («[[εὔπους]] δὲ καὶ [[κακόπτερος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> επίθ. για τη [[Σφίγγα]] ως [[πτηνό]] που προμηνύει [[κακά]], δυσοίωνα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), [[πρβλ]]. <i>ολιγό</i>-<i>πτερος</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>πτερος</i>].
|mltxt=[[κακόπτερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα φτερά («[[εὔπους]] δὲ καὶ [[κακόπτερος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> επίθ. για τη [[Σφίγγα]] ως [[πτηνό]] που προμηνύει [[κακά]], δυσοίωνα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), [[πρβλ]]. [[ολιγόπτερος]], [[ποικιλόπτερος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰκόπτερος:''' имеющий слабые крылья, плохо летающий ([[ὄρνις]] Arst.).
|elrutext='''κᾰκόπτερος:''' имеющий слабые крылья, плохо летающий ([[ὄρνις]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 18:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόπτερος Medium diacritics: κακόπτερος Low diacritics: κακόπτερος Capitals: ΚΑΚΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: kakópteros Transliteration B: kakopteros Transliteration C: kakopteros Beta Code: kako/pteros

English (LSJ)

ον, A with bad wings, weak in the wing, opp. εὔπτερος, Arist.HA617b4, al.; of the Sphinx, as a bird of ill omen, Epigr. ap. Sch.E.Ph.50.

German (Pape)

[Seite 1302] schlecht beflügelt, Arist. H. A. 9, 22.

Greek Monolingual

κακόπτερος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα φτερά («εὔπους δὲ καὶ κακόπτερος», Αριστοτ.)
2. επίθ. για τη Σφίγγα ως πτηνό που προμηνύει κακά, δυσοίωνα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ολιγόπτερος, ποικιλόπτερος].

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόπτερος: имеющий слабые крылья, плохо летающий (ὄρνις Arst.).