καπαῖος: Difference between revisions
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=καπαῖος, -α, -ον (Α)<br />(ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που τοποθετήθηκε σε [[φάτνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάπη]] «[[φάτνη]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=καπαῖος, -α, -ον (Α)<br />(ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που τοποθετήθηκε σε [[φάτνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάπη]] «[[φάτνη]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[εδραίος]], [[εχιδναίος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 23 August 2021
English (LSJ)
α, ον, A of the crib or manger, epithet of Zeus, Antiph.111.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰπαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάπην, φάτνην· ἴδε κάπη.
Greek Monolingual
καπαῖος, -α, -ον (Α)
(ως επίθ. του Διός) αυτός που τοποθετήθηκε σε φάτνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπη «φάτνη» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. εδραίος, εχιδναίος)].