κελαινόρρινος: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κελαινόρ(ρ)ινος, -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει μαύρο [[δέρμα]] («κελαινορρίνου ελέφαντος», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]] ζώων ή ανθρώπων), [[πρβλ]]. <i>μελα</i>-<i>ρρινός</i>, <i>πολύ</i>-<i>ρρινος</i>].
|mltxt=κελαινόρ(ρ)ινος, -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει μαύρο [[δέρμα]] («κελαινορρίνου ελέφαντος», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]] ζώων ή ανθρώπων), [[πρβλ]]. [[μελαρρινός]], [[πολύρρινος]]].
}}
}}

Revision as of 18:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινόρρῑνος Medium diacritics: κελαινόρρινος Low diacritics: κελαινόρρινος Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΡΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kelainórrinos Transliteration B: kelainorrinos Transliteration C: kelainorrinos Beta Code: kelaino/rrinos

English (LSJ)

ον, A with black skin or hide, Opp.H.5.18, Nonn.D.15.158: pl. κελαινόρῑνες S.Fr.29.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόρρῑνος: -ον, ἔχων μέλαν δέρμα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 18, Νόνν. Δ. 15. 158·- ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 27 ἔχομεν τὸν κατὰ μεταπλασμὸν πληθυντ. κελαινόρῑνες.

Greek Monolingual

κελαινόρ(ρ)ινος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελαρρινός, πολύρρινος].