κεροπλάστης: Difference between revisions
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[κηροπλάστης]], ο<br />αυτός που κατασκευάζει κεριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κερί]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[κηροπλάστης]], ο<br />αυτός που κατασκευάζει κεριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κερί]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. [[αγγειοπλάστης]], [[μυθοπλάστης]].<br /><b>(II)</b><br />[[κεροπλάστης]], ὁ (Α)<br />αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, [[κομμωτής]], [[καλλωπιστής]] της [[κόμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] «[[πλεξούδα]], [[κοτσίδα]]» <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. [[χαλκοπλάστης]], [[ψευδοπλάστης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:42, 24 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A arranging the hair in horns or queues (cf. κέρας v.1), hairdresser, Archil.57, Poll.2.31, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1425] ὁ, mit Horn, mit dem Kamm schmückend, das Haar, Haarkräusler, nach Poll. 2, 32, weil das Haar auch κέρας hieß; Archil. frg. bei Schol. Il. 24, 81.
Greek (Liddell-Scott)
κεροπλάστης: -ου, ὁ, ὁ διευθετῶν καὶ κοσμῶν τὴν κόμην κατὰ κέρατα ἢ πλεξίδας, κομμωτής, καλλωπιστὴς τῆς κόμης, Ἀρχίλ. (66) παρὰ Πλουτ. 2. 977Α (ἔνθα ἐφαρμένως κηρ-)· ― Καθ’ Ἡσύχ. «κεροπλάστης· λεπτουργός. ἢ τριχοκοσμητής», Πολυδ. Β΄, 31, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ω. 81.
Greek Monolingual
(I)
και κηροπλάστης, ο
αυτός που κατασκευάζει κεριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειοπλάστης, μυθοπλάστης.
(II)
κεροπλάστης, ὁ (Α)
αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, κομμωτής, καλλωπιστής της κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας «πλεξούδα, κοτσίδα» + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. χαλκοπλάστης, ψευδοπλάστης.