καρυΐτης: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρυΐτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[καρύδι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τιθύμαλλος]] [[καρυΐτης]]» — το [[φυτό]] ευφόρβιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[καρυΐτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[καρύδι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τιθύμαλλος]] [[καρυΐτης]]» — το [[φυτό]] ευφόρβιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[γαλακτίτης]], [[μελιτίτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:45, 24 August 2021
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, A like a nut, τιθύμαλλος κ., Euphorbia Myrsinites, Dsc.4.164.
German (Pape)
[Seite 1331] ὁ, ein Kraut mit nußähnlichen Früchten, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
καρυΐτης: ὁ, ὅμοιος πρὸς κάρυον, τιθύμαλλος, καρ., Euphorbia Myrs nites, Διοσκ. 4. 165.
Greek Monolingual
καρυΐτης, ὁ (Α)
1. αυτός που μοιάζει με καρύδι
2. φρ. «τιθύμαλλος καρυΐτης» — το φυτό ευφόρβιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. γαλακτίτης, μελιτίτης)].