κοινόχρηστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόνLibya always bears some new evil

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κοινής χρήσης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κοινόχρηστος]] [[χώρος]]» — ο [[χώρος]] που βρίσκεται σε κατοικημένη [[περιοχή]] και χρησιμεύει για [[εξυπηρέτηση]] του συνόλου τών κατοίκων της, όπως [[είναι]] λ.χ. οι δημόσιες πλατείες, τα [[δημόσια]] λουτρά κ.ά.<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[κοινόχρηστα]]<br />χρηματικό [[ποσό]] που καταβάλλεται [[κατά]] [[μήνα]] και κατ' [[αναλογία]] από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας για τα κοινά έξοδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρηστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρῶμαι</i>), [[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>χρηστος</i>, <i>νεό</i>-<i>χρηστος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κοινής χρήσης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κοινόχρηστος]] [[χώρος]]» — ο [[χώρος]] που βρίσκεται σε κατοικημένη [[περιοχή]] και χρησιμεύει για [[εξυπηρέτηση]] του συνόλου τών κατοίκων της, όπως [[είναι]] λ.χ. οι δημόσιες πλατείες, τα [[δημόσια]] λουτρά κ.ά.<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[κοινόχρηστα]]<br />χρηματικό [[ποσό]] που καταβάλλεται [[κατά]] [[μήνα]] και κατ' [[αναλογία]] από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας για τα κοινά έξοδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρηστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρῶμαι</i>), [[πρβλ]]. [[εύχρηστος]], [[νεόχρηστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που είναι κοινής χρήσης
2. φρ. «κοινόχρηστος χώρος» — ο χώρος που βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή και χρησιμεύει για εξυπηρέτηση του συνόλου τών κατοίκων της, όπως είναι λ.χ. οι δημόσιες πλατείες, τα δημόσια λουτρά κ.ά.
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοινόχρηστα
χρηματικό ποσό που καταβάλλεται κατά μήνα και κατ' αναλογία από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας για τα κοινά έξοδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -χρηστος (< χρῶμαι), πρβλ. εύχρηστος, νεόχρηστος].