κοιλόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοιλόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βαθιά]], υπόκωφη [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοιλοφώνως</i> (Α)<br />με [[βαθιά]], υπόκωφη [[φωνή]] («κοιλοφώνως λαρυγγίζειν», Φιλόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κοιλόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βαθιά]], υπόκωφη [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοιλοφώνως</i> (Α)<br />με [[βαθιά]], υπόκωφη [[φωνή]] («κοιλοφώνως λαρυγγίζειν», Φιλόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[βαθύφωνος]], [[μεσόφωνος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A hollowvoiced, Hsch.s.v. ληκυθιστής. Adv. -νως, λαρυγγίζειν Phld.Rh.1.200 S.
German (Pape)
[Seite 1467] mit hohler Stimme, Hesych. v. ληκυθιστής.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλόφωνος: -ον, ἔχων κοίλην, ὑπόκωφον, βαθεῖαν φωνήν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ληκυθιστής.
Greek Monolingual
κοιλόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαθιά, υπόκωφη φωνή.
επίρρ...
κοιλοφώνως (Α)
με βαθιά, υπόκωφη φωνή («κοιλοφώνως λαρυγγίζειν», Φιλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος, μεσόφωνος].