κοιλωπής: Difference between revisions

From LSJ

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοιλωπής]], -ές, θηλ. και [[κοιλῶπις]], -ώπιδος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά μάτια<br /><b>2.</b> [[κοίλος]], βαθουλός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. -<i>ωπ</i>- του [[ὄπωπα]]), [[πρβλ]]. <i>αμβλυ</i>-<i>ωπής</i>, <i>πολυ</i>-<i>ωπής</i>].
|mltxt=[[κοιλωπής]], -ές, θηλ. και [[κοιλῶπις]], -ώπιδος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά μάτια<br /><b>2.</b> [[κοίλος]], βαθουλός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. -<i>ωπ</i>- του [[ὄπωπα]]), [[πρβλ]]. [[αμβλυωπής]], [[πολυωπής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:30, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1467] ές, = κοιλωπός, Nic. Al. 442 αὐγαί.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλωπής: -ές, ἔχων κοίλους ὀφθαλμούς, κοιλωπέες αὐγαὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 442· ― θηλ. κοιλῶπις, ιδος, Ἀνθ. Π. 6. 219.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux yeux creux, enfoncés.
Étymologie: κοῖλος, ὤψ.

Greek Monolingual

κοιλωπής, -ές, θηλ. και κοιλῶπις, -ώπιδος (Α)
1. αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά μάτια
2. κοίλος, βαθουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ωπής (< θ. -ωπ- του ὄπωπα), πρβλ. αμβλυωπής, πολυωπής].

Greek Monotonic

κοιλωπής: -ές (ὤψ), αυτός που έχει βαθουλωτά μάτια· θηλ. -ῶπις, -ιδος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κοιλ-ωπής, ές [ὤψ]
hollow-eyed: fem. κοιλῶπις, ιδος, Anth.