κομπορρήμων: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, αρσ. και -ονας (Μ [[κομπορρήμων]], -ον)<br />αυτός που μιλά κομπαστικά, [[καυχηματίας]], [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ρῆμα</i>), [[πρβλ]]. <i>ευθυ</i>-<i>ρρήμων</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>ρρήμων</i>].
|mltxt=-ον, αρσ. και -ονας (Μ [[κομπορρήμων]], -ον)<br />αυτός που μιλά κομπαστικά, [[καυχηματίας]], [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ρῆμα</i>), [[πρβλ]]. [[ευθυρρήμων]], [[μεγαλορρήμων]]].
}}
}}

Revision as of 18:35, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κομπορρήμων: -ον, ὁ ὁμιλῶν μετὰ κόμπου· Ἐπίρρ. -ρημόνως· ― οὐσιαστ. κομπορρημοσύνη, ἡ, ἡ μετὰ κόμπου ὁμιλία, Θ. Λάσκ. Χειρόγρ. cod. Reg. 1193, fol. 73A.

Greek Monolingual

-ον, αρσ. και -ονας (Μ κομπορρήμων, -ον)
αυτός που μιλά κομπαστικά, καυχηματίας, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -ρρήμων (< ρῆμα), πρβλ. ευθυρρήμων, μεγαλορρήμων].