κοπρογενής: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοπρογενής]], -ές (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε στην [[κοπριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που τα γένια του [[είναι]] γεμάτα κοπριές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>γενής</i>, <i>υλη</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=[[κοπρογενής]], -ές (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε στην [[κοπριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που τα γένια του [[είναι]] γεμάτα κοπριές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. [[ευγενής]], [[υληγενής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1483] ές, im Mist erzeugt, Sp.

Greek Monolingual

κοπρογενής, -ές (Μ)
1. αυτός που γεννήθηκε στην κοπριά
2. αυτός που τα γένια του είναι γεμάτα κοπριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -γενής (< γένος), πρβλ. ευγενής, υληγενής].