κοσμοφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κοσμοφθόρος:''' ὁ разрушитель мира (βασιλεῦς Anth.).
|elrutext='''κοσμοφθόρος:''' ὁ [[разрушитель мира]] (βασιλεῦς Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοσμο-[[φθόρος]], ον [[φθείρω]]<br />[[destroying]] the [[world]], Anth.
|mdlsjtxt=κοσμο-[[φθόρος]], ον [[φθείρω]]<br />[[destroying]] the [[world]], Anth.
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοφθόρος Medium diacritics: κοσμοφθόρος Low diacritics: κοσμοφθόρος Capitals: ΚΟΣΜΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: kosmophthóros Transliteration B: kosmophthoros Transliteration C: kosmofthoros Beta Code: kosmofqo/ros

English (LSJ)

ον, A destroying the world, AP11.270.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοφθόρος: -ον, ὁ φθείρων, καταστρέφων τὸν κόσμον, Ἀνθ. Π. 11. 270.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait périr l’univers.
Étymologie: κόσμος, φθείρω.

Greek Monolingual

κοσμοφθόρος, -ον (ΑM)
αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, τους ανθρώπους («τὸν λέοντα τὸν κοσμοφθόρον» — τον λέοντα [της Νεμέας] ο οποίος κατέτρωγε τους ανθρώπους, Γ. Πισίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.

Greek Monotonic

κοσμοφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κοσμοφθόρος:разрушитель мира (βασιλεῦς Anth.).

Middle Liddell

κοσμο-φθόρος, ον φθείρω
destroying the world, Anth.