κυανόπρωρος: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυανόπρωρος]] και [[κυανοπρῴρειος]], -ον, θηλ. και [[κυανοπρώειρα]] και κυανόπρῴρα (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτός που η [[πλώρη]] του έχει μαύρο [[χρώμα]] (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε [[νεὸς]] κυανοπρῴροιο [[ἀντίος]] ἀΐξας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τὰς [[πέντε]] [[νέας]] κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ [[ὕδωρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρῳρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρῷρα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κυανόπρωρος]] και [[κυανοπρῴρειος]], -ον, θηλ. και [[κυανοπρώειρα]] και κυανόπρῴρα (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτός που η [[πλώρη]] του έχει μαύρο [[χρώμα]] (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε [[νεὸς]] κυανοπρῴροιο [[ἀντίος]] ἀΐξας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τὰς [[πέντε]] [[νέας]] κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ [[ὕδωρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρῳρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρῷρα]]), [[πρβλ]]. [[βούπρωρος]], [[κριόπρωρος]]. Ο τ. [[κυανοπρῴρειος]] [[είναι]] [[παράλληλος]], παρεκτεταμένος (με [[επίθημα]] -<i>ειος</i> για μετρικούς λόγους]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:48, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1521] mit dunkelblauem oder schwarzem Vordertheile, ναῦς, das schwarz geschnäbelte Schiff, Od. 9, 482; eigtl. κυανόπρῳρος, wie E. M κυανοπρωΐρους schreibt.
Greek Monolingual
κυανόπρωρος και κυανοπρῴρειος, -ον, θηλ. και κυανοπρώειρα και κυανόπρῴρα (Α)
(για πλοίο) αυτός που η πλώρη του έχει μαύρο χρώμα (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας», Ομ. Ιλ.
β. «τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. βούπρωρος, κριόπρωρος. Ο τ. κυανοπρῴρειος είναι παράλληλος, παρεκτεταμένος (με επίθημα -ειος για μετρικούς λόγους].