λαμπρόπους: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαμπρόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει [[λαμπρά]], [[λευκά]] πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] ([[πρβλ]]. <i>ωκύ</i>-[[πους]])].
|mltxt=[[λαμπρόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει [[λαμπρά]], [[λευκά]] πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] ([[πρβλ]]. [[ωκύπους]])].
}}
}}

Revision as of 16:16, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπρόπους Medium diacritics: λαμπρόπους Low diacritics: λαμπρόπους Capitals: ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: lamprópous Transliteration B: lampropous Transliteration C: lampropous Beta Code: lampro/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

A bright-footed, Sch.DIl.1.538.

German (Pape)

[Seite 12] ποδος, mit glänzenden Füßen, Erkl. von ἀργυρόπεζα, Schol. Il. 1, 538.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπρόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων λαμπροὺς πόδας, Σχόλ. Ἰλ. Α. 538.

Greek Monolingual

λαμπρόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει λαμπρά, λευκά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + πούς (πρβλ. ωκύπους)].