μελανθέα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελανθέα]], ἡ (Α)<br />το να βλέπει [[κάποιος]] τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῖν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θέα</i> ([[πρβλ]]. <i>ανδρο</i>-<i>θέα</i>, <i>πασι</i>-<i>θέα</i>)].
|mltxt=[[μελανθέα]], ἡ (Α)<br />το να βλέπει [[κάποιος]] τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῖν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θέα</i> ([[πρβλ]]. [[ανδροθέα]], [[πασιθέα]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελανθέᾱ:''' ἡ [[θεάομαι]] зрительное восприятие черного цвета Plut.
|elrutext='''μελανθέᾱ:''' ἡ [[θεάομαι]] зрительное восприятие черного цвета Plut.
}}
}}

Revision as of 19:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελανθέᾱ Medium diacritics: μελανθέα Low diacritics: μελανθέα Capitals: ΜΕΛΑΝΘΕΑ
Transliteration A: melanthéa Transliteration B: melanthea Transliteration C: melanthea Beta Code: melanqe/a

English (LSJ)

ἡ, A = μελάνων ὅρασις, opp. λευκοθέα, Aristo Stoic.1.86.

German (Pape)

[Seite 119] ἡ, das Sehen des Schwarzen, im Ggstz von λευκοθέα, Plut. de virt. moral. 2.

Greek (Liddell-Scott)

μελανθέᾱ: ἡ, ἡ μέλανα θεωμένη, καθορῶσα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκοθέα, Ἀρίστων παρὰ Πλουτ. 2. 440F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vue de ce qui est noir.
Étymologie: μέλας, θεάομαι.

Greek Monolingual

μελανθέα, ἡ (Α)
το να βλέπει κάποιος τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῖν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θέα (πρβλ. ανδροθέα, πασιθέα)].

Russian (Dvoretsky)

μελανθέᾱ:θεάομαι зрительное восприятие черного цвета Plut.