μεσαίτατος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesaitatos
|Transliteration C=mesaitatos
|Beta Code=mesai/tatos
|Beta Code=mesai/tatos
|Definition=μεσαίτερος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[μέσος]] VI.</span>
|Definition=μεσαίτερος, v. [[μέσος]] VI.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 04:15, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαίτατος Medium diacritics: μεσαίτατος Low diacritics: μεσαίτατος Capitals: ΜΕΣΑΙΤΑΤΟΣ
Transliteration A: mesaítatos Transliteration B: mesaitatos Transliteration C: mesaitatos Beta Code: mesai/tatos

English (LSJ)

μεσαίτερος, v. μέσος VI.

German (Pape)

[Seite 136] u. μεσαίτερος, superl. u. compar. zu μέσος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαίτατος: -τερος, ἴδε ἐν λ. μέσος VI.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de μέσος.

Greek Monolingual

μεσαίτατος, -άτη, -ον (ΑM, Μ και μέσιος, -ία, -ον)
υπερθ. του μέσος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαίτατον
το μέσο ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος (για τη μορφή μεσαι- βλ. μεσο-) + κατάλ. υπερθ. -τατος (πρβλ. παλαίτατος)].

Greek Monotonic

μεσαίτατος: -τερος, βλ. μέσος V.

Russian (Dvoretsky)

μεσαίτατος: superl. к μέσος.