Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετεωρίτης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> [[κάθε]] μεσοπλανητικό [[σωματίδιο]] ή [[αντικείμενο]] το οποίο επιζεί από την [[πτώση]] του στην [[επιφάνεια]] ενός πλανήτη ή δορυφόρου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βροχή]] μετεωριτών»<br /><b>αστρον.</b> [[πτώση]] σμήνους μετεωριτών στην [[επιφάνεια]] της Γης διά μέσου της ατμόσφαιρας, αλλ. μετεωρικό [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. <i>αιματ</i>-[[ίτης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> [[κάθε]] μεσοπλανητικό [[σωματίδιο]] ή [[αντικείμενο]] το οποίο επιζεί από την [[πτώση]] του στην [[επιφάνεια]] ενός πλανήτη ή δορυφόρου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βροχή]] μετεωριτών»<br /><b>αστρον.</b> [[πτώση]] σμήνους μετεωριτών στην [[επιφάνεια]] της Γης διά μέσου της ατμόσφαιρας, αλλ. μετεωρικό [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[αιματίτης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο
1. αστρον. κάθε μεσοπλανητικό σωματίδιο ή αντικείμενο το οποίο επιζεί από την πτώση του στην επιφάνεια ενός πλανήτη ή δορυφόρου
2. φρ. «βροχή μετεωριτών»
αστρον. πτώση σμήνους μετεωριτών στην επιφάνεια της Γης διά μέσου της ατμόσφαιρας, αλλ. μετεωρικό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρο + κατάλ. -ίτης (πρβλ. αιματίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].