Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεσόχωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσόχωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[μέσον]] κάποιας χώρας, ο [[μεσόγειος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεσόχωρον</i><br />το [[μέσο]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρα]]), [[πρβλ]]. <i>ομοιό</i>-<i>χωρος</i>, <i>πληθό</i>-<i>χωρος</i>].
|mltxt=[[μεσόχωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[μέσον]] κάποιας χώρας, ο [[μεσόγειος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεσόχωρον</i><br />το [[μέσο]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρα]]), [[πρβλ]]. [[ομοιόχωρος]], [[πληθόχωρος]]].
}}
}}

Revision as of 19:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόχωρος Medium diacritics: μεσόχωρος Low diacritics: μεσόχωρος Capitals: ΜΕΣΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: mesóchōros Transliteration B: mesochōros Transliteration C: mesochoros Beta Code: meso/xwros

English (LSJ)

ον, A midland, Gloss.; τὸ μ. the middle space, Apollod.Poliorc. 192.6.

German (Pape)

[Seite 141] mitten im Lande, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόχωρος: -ον, μεσόγειος, ἢ ἐν μέσῳ χώρας τινός, Γλωσσ. τὸ μεσόχωρον, τὸ μέσον διάστημα, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 42.

Greek Monolingual

μεσόχωρος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στο μέσον κάποιας χώρας, ο μεσόγειος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόχωρον
το μέσο διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. ομοιόχωρος, πληθόχωρος].