ἡμίπτωτος: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίπτωτος]], -ον)<br />μισοπεσμένος, [[μισογκρεμισμένος]], μισοερειπωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίπτωτος]], -ον)<br />μισοπεσμένος, [[μισογκρεμισμένος]], μισοερειπωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), [[πρβλ]]. [[έκπτωτος]], [[ομοιόπτωτος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (πίπτω) A half-fallen, Suid. s.v. ἐρείπιον.
German (Pape)
[Seite 1169] halb eingestürzt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίπτωτος: -ον, (πίπτω) κατὰ τὸ ἥμισυ πεσών, Ἡσύχ, ἐν λ. ἐρείπιον.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίπτωτος, -ον)
μισοπεσμένος, μισογκρεμισμένος, μισοερειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. έκπτωτος, ομοιόπτωτος].