ἰκριοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰκριοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκριον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἰκριοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκριον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. [[ζυγοποιός]], [[κλειδοποιός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 24 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A maker of scaffolding or benches, Poll. 7.125.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκριοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἴκρια ἢ θρανία, Πολυδ. Η΄, 125.
Greek Monolingual
ἰκριοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγοποιός, κλειδοποιός.