ἰσχυρόρριζος: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσχυρόρριζος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρές, στέρεες ρίζες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἰσχυρόρριζος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρές, στέρεες ρίζες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]]), [[πρβλ]]. [[βαθύρριζος]], [[μακρόρριζος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (ῥίζα) A with strong root, Thphr.CP2.12.3, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡρόρριζος: -ον, (ῥίζα) ἰσχυρὰν ἔχων ῥίζαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 12, 3, κτλ.
Greek Monolingual
ἰσχυρόρριζος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρές, στέρεες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. βαθύρριζος, μακρόρριζος].