ἱστιορράφος: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱστιορράφος]] και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ράβει ή επισκευάζει [[ιστία]]<br /><b>2.</b> [[δολοπλόκος]], [[μηχανορράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἱστιορράφος]] και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ράβει ή επισκευάζει [[ιστία]]<br /><b>2.</b> [[δολοπλόκος]], [[μηχανορράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]]), [[πρβλ]]. [[μηχανορράφος]], [[νευρορράφος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἱστιορράφος:''' (ᾰ) ὁ досл. парусный мастер, парусник, ирон. мошенник Arph. | |elrutext='''ἱστιορράφος:''' (ᾰ) ὁ досл. парусный мастер, парусник, ирон. мошенник Arph. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 23 August 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (ῥάπτω) A sailpatcher, CIG9175, Poll.7.160. 2 metaph., tricky, cheating fellow, Ar.Th.935:—also ἱστιαρράφος, Gramm.in Reitzenstein Ind.Lect. Rost.1892/3p.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστιορράφος: ᾰ, ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων ἢ ἐπισκευάζων ἱστία, Συλλ. Ἐπιγρ. 9175, Πολυδ. Ζ΄. 160. 2) μεταφ., μηχανορράφος, δολοπλόκος, ἀπατηλός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 935.
Greek Monolingual
ἱστιορράφος και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)
1. αυτός που ράβει ή επισκευάζει ιστία
2. δολοπλόκος, μηχανορράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. μηχανορράφος, νευρορράφος].
Russian (Dvoretsky)
ἱστιορράφος: (ᾰ) ὁ досл. парусный мастер, парусник, ирон. мошенник Arph.